- ματινέ
- η1. δεξίωση ή γιορτή η οποία συνήθως γίνεται πριν από το μεσημέρι2. (κατ' επέκτ.) θεατρική παράσταση, πρωινή ή απογευματινή, σε αντιδιαστολή με τη βραδινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. matinee < matin «πρωί»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.